- ἐναποβάπτειν
- ἐν-ἀποβάπτωdippres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναποβάπτω — ἐναποβάπτω (Α) βυθίζω, βουτώ κάτι μέσα σε υγρό, εμβάπτω*, εμβαπτίζω* («καὶ ὕδατι ψυχρῷ ἐναποβάπτειν», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek